προσυμμισγω

προσυμμισγω
    προσυμμίσγω
    προ-συμμίσγω
    предварительно смешивать, сливать
    

π. τὸ ὕδωρ ἐς τωὐτό Her. — соединить свои воды в одно (русло)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "προσυμμισγω" в других словарях:

  • προσυμμίσγω — Α αναμιγνύω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συμμίσγω, άλλος τ. του συμμ(ε)ίγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • προσυμμίσγοντες — προσυμμίσγω intermix first pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • προσυμμίξας — προσυμμί̱ξᾱς , προσυμμίσγω intermix first aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»